πολυετίας

πολυετίας
πολυετίᾱς , πολυετία
length of years
fem acc pl
πολυετίᾱς , πολυετία
length of years
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • πολυετία — η, ΝΜΑ [πολυετής] σύνολο πολλών ετών, μακροχρόνια περίοδος («επίδομα πολυετίας») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”